αχμάκης

αχμάκης
-α και -ισσα, -ικο
1. κουτός, βλάκας
2. νωθρός, οκνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahmak «ηλίθιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχμάκης — ο θηλ. άκισσα και άκα (λ. τουρκ.), αφελής, κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχμάκικος — η, ο [αχμάκης] αυτός που ταιριάζει σε αχμάκη ή προέρχεται απ αυτόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”