αχμάκης — ο θηλ. άκισσα και άκα (λ. τουρκ.), αφελής, κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχμάκικος — η, ο [αχμάκης] αυτός που ταιριάζει σε αχμάκη ή προέρχεται απ αυτόν … Dictionary of Greek